Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Όλα τα έργα του Θερβάντες (στα Ισπανικά)



Esta página contiene enlaces a la obra completa de Miguel de Cervantes, distribuida por categorías. Las obras están disponibles también en listados por orden cronológico.

  Πηγή: http://cervantes.uah.es/
Novela Teatro Poesía
El ingenioso hidalgo don Quijote de la ManchaLa Galatea
Novelas ejemplares
Viaje al Parnaso
Los trabajos de Persiles y Segismunda
Tragedia de NumanciaTrato de Argel
Ocho comedias y ocho entremeses
Comedias
Entremeses

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

21 Απριλίου 2013: Μουσική εκδήλωση εμπνευσμένη από το έργο του Θερβάντες

GEORG PHILIPP TELEMANN (Γερμανία,1681-1767)
''DON QUIXOTTE''

(Ορχηστρική σουϊτα)


Τα μέρη:

1. Overture
2. The Awakening of Don Quixotte
3. The Attack on the Windmills
4. His Amorous Sights for Princesse Dolcinea
5. Sancho Panza Mocked
6. The Gallop of Rosinante and the Gallop of Sancho Panza's Mule
7. Don Quixotte at Rest


Κείμενα: Άλκης Μπαλτάς
Αφήγηση: Μαρία Σουρβίνου
Χειρισμός Διαφανειών: Βαγγέλης Αθανασίου
Μουσική Διεύθυνση: Σπύρος Προσωπάρης


Ερμηνεύει η Ορχήστρα Εγχόρδων της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας

Η μουσική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο κτήριο της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας την  21η Απριλίου 2013.
Ώρα έναρξης: 12:00


Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Ανακοίνωση

Ευχαριστούμε όλες και όλους για την ανταπόκρισή τους στην πρόσκληση να μετάσχουν στον μαραθώνιο ανάγνωσης του έργου του Θερβάντες "Δον Κιχώτης".

Σας ενημερώνουμε ότι έχει ήδη συμπληρωθεί ο αριθμός των προβλεπομένων αναγνωστών. Ως εκ τούτου σας παρακαλούμε πολύ να μην στέλνετε άλλες δηλώσεις συμμετοχής.

Κέρκυρα, 25-3-2013

Για την οργανωτική επιτροπή
Μιχάλης Πολίτης
Επίτιμος Πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

"Για έναν κόσμο δικαιοσύνης" του Γιάγκου Ανδρεάδη

ΓIAΓKOΣ ANΔPEAΔHΣ
Kαθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο,
Tμήμα Eπικοινωνίας, Mέσων και Πολιτισμού

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 25 Δεκεμβρίου 2005

Σαφής και ρητά δηλωμένος σκοπός του Θερβάντες στον Δον Κιχώτη ήταν να σατιρίσει τις ακρότητες των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Η άμεση εκδοτική επιτυχία και οι αλλεπάλληλες μεταφράσεις που γνώρισε το έργο, οφείλονταν σε αυτήν την προφανή διάσταση της σάτιρας, που παρουσίαζε ένα γέρο που είχε τρελαθεί από τα ιπποτικά βιβλία: πιστεύοντας ότι είχε καθήκον να αναστήσει τον χαμένο κόσμο της ιπποσύνης, ο ήρωάς μας άλλαξε όνομα, δημιούργησε μια φανταστική Δέσποινα των λογισμών του και, καβάλα σε ένα ψωράλογο, με συντροφιά ένα βλάκα, τον Σάντσο Πάντσα, περιέτρεχε τους δρόμους της Ισπανίας παίρνοντας τους ανεμόμυλους για γίγαντες, τα χάνια για πύργους και τις πόρνες για αρχόντισσες.
Aυτόκλητος σωτήρας των απανταχού δύσμοιρων και ανυπεράσπιστων, ο Δον Kιχώτης πάσχει για να αναστήσει με την ισχύ του ισχνού βραχίονά του έναν κόσμο ομορφιάς και δικαιοσύνης. Tρελός μόνο όταν τον τυφλώνει η μανία του για την ιπποσύνη, τον υπόλοιπο χρόνο είναι πνευματώδης, λεπτός, δίκαιος και αυθεντικά ιπποτικός. Πίνακας του Jan Sluijters, 1939, Museo Kroller Muller, Otterlo , Oλλανδία.
Η αναφορά του μυθιστορήματος στην ιστορική συγκυρία είναι προφανής: στα χρόνια ανάμεσα στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 και την καταστροφή της Μεγάλης Αρμάδας, το 1588, η Ισπανία παύει να είναι παγκόσμια αυτοκρατορία, χωρίς ωστόσο να απαρνηθεί τις ψευδαισθήσεις και την υπεροψία του κάποτε λαμπρού παρελθόντος της. Στην τρέλα του προσώπου καθρεφτίζεται η ανικανότητα της ισπανικής κοινωνίας να δει την πραγματικότητα. Τα παθήματα του ιππότη της Μάντσας είναι άρα ένα μάθημα αισθητικού και πολιτικού ρεαλισμού που έχει και άλλες πτυχές; Αυτό που συντρίβει τελικά τον Δον Κιχώτη είναι ο αναγεννησιακός Λόγος (ratio) ως μηχανισμός επιτήρησης και καταστολής. Από την άποψη αυτή Δον Κιχώτης και Aμλετ είναι αδελφοί, ενώ ο Δούκας και οι αυλικοί του κατά το ύφος μόνο διαφέρουν από τον Κλαύδιο τον Πολώνιο και τα τσιράκια τους που κάνουν σάπιο το απηνώς επιτηρούμενο βασίλειο της Δανίας.

Oλα αυτά δεν αρκούν ωστόσο να απαντήσουν στο αίνιγμα της συνεχιζόμενης ακτινοβολίας του Δον Κιχώτη στους κατοπινούς αιώνες μέχρι και σήμερα, αίνιγμα που οπωσδήποτε δεν θα λυθεί ποτέ οριστικά, αφού κάθε γενιά προσφέρει τις δικές της αναγνώσεις και δημιουργικές παραναγνώσεις. Μπορούμε ωστόσο να αναφερθούμε σε δύο τουλάχιστον παράγοντες. Από τη μια υπάρχουν μέσα στο ίδιο το έργο και άλλα επίπεδα ανάγνωσης, τα περισσότερα συνειδητά αξιοποιημένα από τον συγγραφέα, και από την άλλη η υποδοχή του έργου διαφοροποιήθηκε από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, ανάλογα με την ανάδυση νέων πνευματικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων και νέων απόψεων για την ιστορία του πολιτισμού και την λογοτεχνία.

Πρώτη ύλη για ήρωες

Eνα καλό παράδειγμα της πολυσημίας του έργου είναι η ίδια η τρέλα του Δον Κιχώτη και η βλακεία του Σάντσο. Ο Δον Κιχώτης δεν είναι τρελός, παρά μόνο όταν τον τυφλώνει η μανία του για την ιπποσύνη. Τον υπόλοιπο χρόνο είναι πνευματώδης, λεπτός, δίκαιος, αυθεντικά ιπποτικός, ικανός να συλλαμβάνει αμέσως την αλήθεια και να δρα αστραπιαία. Και μέσα στην τρέλα του όμως είναι κάτι περισσότερο από ένας τρελός. Η αυθαίρετη προσθήκη του Δον στο όνομά του είναι μετωνυμία του ονείρου του, κινητήρα της πλοκής, έτσι που ο ταπεινός ιδαλγός ( hidalgo, ευγενής της κατωτέρας βαθμίδας) να μεταμορφώνεται σε νοσταλγό, κάποιον που αλγεί για να νοστήσει στην ιδέα του και πάσχει για να αναστήσει με την ισχύ του ισχνού βραχίονός του ένα κόσμο δικαιοσύνης και ομορφιάς. Ο Σάντσο πάλι δεν είναι πάντοτε βλάκας. Oταν, για να τον γελοιοποιήσουν, οι αυλικοί του Δούκα τον στέλνουν να κυβερνήσει ένα (στεριανό) νησί, αυτός που θυμίζει τον βασιλιά των τρελών του ευρωπαϊκού καρναβαλιού, αποδεικνύεται ένας σοφός κυβερνήτης, πρόδρομος του μπρεχτικού Ατζάκ στον «Κύκλο με την κιμωλία». Eτσι, ο Σάντσο υπογραμμίζει την, κατά Μπαχτίν, «καρναβαλική», ανατρεπτική και πολυφωνική διάσταση του Δον Κιχώτη, και προφητεύει τα μεγάλα λαϊκά πρόσωπα του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος από τον Ντίκενς και τον Μπαλζάκ μέχρι τον Πούσκιν, τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι.
Aβάνα, 1 Iανουαρίου 1959. «Tην ώρα που ο Φιντέλ έβγαζε τον λόγο του, εκείνος σκαρφάλωσε σαν αιλουροειδές πάνω σ’ ένα φανάρι, το καβάλησε και, ήρεμα, άναψε τσιγάρο. Tον ονόμασα Δον Kιχώτη του Φαναριού», έγραψε γι’ αυτήν τη φωτογραφία του ο Aλμπέρτο Nτίας Γκουτιέρες, γνωστός ως Kόρντα. Hταν η ημέρα που οι επαναστατικές δυνάμεις μπήκαν στην Aβάνα. Hρωας της νέας εποχής είναι ο γκουαχίρο, ο Kουβανός χωρικός με το ψάθινο καπέλο (φωτ.: «Kούβα, όπως τη φωτογράφισε ο Kόρντα», εκδ. Mεταίχμιο).
Eνας δεύτερος παράγοντας αφορά τις πνευματικές εξελίξεις και την υποδοχή του Δον Κιχώτη από τον 19ο αι. Ο ρομαντισμός σήμανε μια ανατροπή διαρκείας στις ιδέες για τους Μέσους Χρόνους, ενώ εγκαινίασε την επάνοδο της φαντασίας και του μύθου στη γραφή. Στα μυθιστορήματα του Σκοτ, ο περιπλανώμενος ιππότης γίνεται ο πρόγονος του ρομαντικού πλάνητα. Ο ρεαλισμός από την πλευρά του θεμελιώνει τον διάλογο με τα πράγματα. Οι εξελίξεις αυτές ανοίγουν τον δρόμο, ώστε ο Δον Κιχώτης να αναδειχθεί σε πρόγονο των ηρώων του Δουμά ( Ντ' Αρτανιάν ) και του Μπαλζάκ ( Λισιέν Ριπαμπρέ) που ενσαρκώνουν, ο καθένας με τον τρόπο του την αντιπαράθεση των ονείρων, των ψευδαισθήσεων με τη σκληρή πραγματικότητα.

Η επίδραση του Δον Κιχώτη στη Ρωσία είναι ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακή. Ο Πούσκιν, που εκκινεί από τον ρομαντισμό για να τον υπερβεί, χρησιμοποιεί τον ιδαλγό της Μάντσας τόσο σαν πρότυπο για το ποίημά του ο Φτωχός Ιππότης, όσο και σαν μέτρο, όταν προτρέπει τον νεαρό Γκόγκολ να στραφεί στη συγγραφή μυθιστορημάτων. Ο Μπιελίνσκι τον αναφέρει ως το κατ' εξοχήν παράδειγμα ρεαλιστικής γραφής. Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι θεμελιώνει τη μορφή του πρίγκιπα Μύσκιν στον Ηλίθιο, στον διάλογο με τον Δον Κιχώτη και με τον Χριστό. Και εδώ, στον Ηλίθιο, γίνεται πιο φανερή αυτή η αινιγματική υπόγεια σχέση του Δον Κιχώτη ή και των παραναγνώσεών του με τον Εσταυρωμένο.

Mεταμορφώσεις και αυτονομία

Ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι πολύ μακρύτερος, περιλαμβάνοντας λογοτέχνες σαν τον Μάρκες, φιλοσόφους σαν τον Ουναμούνο, σκηνοθέτες του θεάτρου και του κινηματογράφου, χορογράφους, ζωγράφους όπως ο Ντωμιέ και ο Πικάσσο και γλύπτες. Μια στοιχειώδης αναδρομή στο ίδιο το κείμενο και στον κατάλογο των μεταμορφώσεών του, μας κάνει να δούμε -πλάι στη σατιρική διάσταση και τον διάλογο με την Ιστορία- την ανατρεπτική του, «καρναβαλική» κατά Μπαχτίν, πλευρά και τις απεριόριστες μεταμορφικές δυνατότητες που, ενώ μνημειώνουν το κείμενο, χαρίζουν στο πρόσωπο ένα είδος αυτονομίας. Σαν την Αντιγόνη, τον Aμλετ και τον Μίσκιν του Ντοστογιέφσκι, και σε πείσμα της ορθής άποψης ότι το πρόσωπο είναι κομμάτι της αφήγησης που το εντάσσει στη ροή της και τόσο συχνά το συντρίβει, ο Δον Κιχώτης, μέσα σε αυτήν την πορεία των αέναων μεταμορφώσεών του, μοιάζει σαν κάποιο από τα αινιγματικά εκείνα όντα που πλανώνται στο σύμπαν και σκαλώνουν στα δίχτυα της γραφής, που δεν καταφέρνει ποτέ να τα υποτάξει οριστικά.

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ του Κώστα Καρυωτάκη

Μας το έστειλε μια φίλη από την Ισπανία, η οποία θα κάνει το ταξίδι μέχρι την Κέρκυρα για να λάβει μέρος στην εκδήλωση για τον Θερβάντες της 20ης Απριλίου 2013

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να ’ρθουνε --παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο--
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

Κώστα Ουράνη: "Δὸν Κιχώτης"


Ἀτσάλινος καὶ σοβαρὸς ἀπάνω στ᾿ ἄλογό του
τὸ ἀχαμνό, τοῦ Θερβαντὲς ὁ ἥρωας περνάει,
καὶ πίσω του, τὸ στωικὸ γαϊδούρι του καβάλα
ὁ ἱπποκόμος του ὁ χοντρὸς ἀγάλια ἀκολουθάει.
Αἰῶνες ποὺ ξεκίνησε κι αἰῶνες ποὺ διαβαίνει
μὲ σφραγισμένα ἐπίσημα, ἑρμητικὰ τὰ χείλια
καὶ μὲ τὰ μάτια ἐκστατικά, τὸ χέρι στὸ κοντάρι,
πηγαίνοντας στὰ γαλανὰ τῆς Χίμαιρας βασίλεια...
Στὸ πέρασμά του ἀπ᾿ τοὺς πλατειοὺς τοῦ κόσμου δρόμους, ὅσοι
τὸν συντυχαίνουν, γιὰ τρελλὸ τὸν παίρνουν, τὸν κοιτᾶνε,
τὸν δείχνει ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ - κι εἰρωνικὰ γελᾶνε
Ὦ ποιητή! παρόμοια στὸ διάβα σου οἱ κοινοὶ
οἱ ἄνθρωποι χασκαρίζουνε. Ἄσε τους νὰ γελᾶνε:
οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶν μπροστὰ κι οἱ Σάντσοι ἀκολουθᾶνε!

Ο Θερβάντες και ο ελληνικός κόσμος (του Ιωάννη Χασιώτη, Ομότιμου Καθηγητή)

Ι. Κ. ΧAΣIΩTHΣ
Oμότ. καθηγητής του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


Για να κατανοήσουμε τη θέση που έχει στο έργο τού Θερβάντες ο ελληνικός κόσμος θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τους παράγοντες που επηρέασαν τη διαμόρφωση της γενικότερης «ελληνικής εικόνας» στην Ισπανία της εποχής του. Ο πρώτος ήταν η αχνή και μάλλον μονοδιάστατη εικόνα της βυζαντινής Ανατολής, την οποία κληροδότησαν στη λογοτεχνία του Siglo de Oro τα ιπποτικά μυθιστορήματα, προπάντων οι νεότερες ισπανικές διασκευές τους. Δεν είναι τυχαίες οι συχνές αναφορές, που κάνει ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη (1605, 1615) στα εντελώς φανταστικά για τα ελληνικά πράγματα μυθιστορήματα Lisuarte de Grecia (Α΄, Β΄, 1514, 1525), Amadis de Grecia (1530, 1542), Belianis de Grecia (1547, 1580), αλλά και στο περισσότερο κοντά στην ύστερη ελληνοβυζαντινή πραγματικότητα Tirant lo Blanc (1490). Αν εξαιρέσουμε μερικά εξακριβωμένα ιστορικά επεισόδια στον Tirant lo Blanc, η εικόνα που προκύπτει από τα μυθιστορήματα αυτά για τον ελληνικό κόσμο είναι εντελώς εξωπραγματική.

Ο δεύτερος παράγοντας, που είναι ιδιαίτερα εμφανής στο θερβαντικό έργο, ήταν η κλασική και κυρίως η ελληνιστική παράδοση, όπως αυτή σχηματίστηκε στην αναγεννησιακή Ισπανία. H εξοικείωση του Θερβάντες με την παράδοση αυτή άρχισε κατά τη μαθητεία του (1568-1569) κοντά στον ουμανιστή Juan Lopez de Hoyos (†1583) και συνεχίστηκε κατά την παραμονή του στην Ιταλία (1570-1575). Η «κλασική» παράδοση δεν είναι μόνο παρούσα σε κείμενα, των οποίων η έμπνευση συνδυάζεται συμβολικά με μορφές και μοτίβα της ελληνικής μυθολογίας (όπως γίνεται π.χ. στα έμμετρα μέρη της «ποιμενικής» Galatea του 1585 και, κυρίως, στο αλληγορικό Viaje al Parnaso του 1614), αλλά και σε έργα που, από θεματική άποψη τουλάχιστον, αποδίδουν περισσότερο σύγχρονες με τον συγγραφέα καταστάσεις, όπως π.χ. στον Δον Κιχώτη και στο «El amante liberal» των Νovelas ejemplares (1613). Ο συνδυασμός φαίνεται και στη δομή των έργων του: Η μίμηση των «βυζαντινών» (=ελληνιστικών) αφηγηματικών προτύπων στα «El amante liberal» και «La espanola inglesa», αλλά και στο εκτενέστερο μυθιστόρημά του Los trabajos de Persiles y Sigismunda (1617) είναι ολοφάνερη.

Mισθοφόροι ή αιχμάλωτοι
Σκλαβοπάζαρο στα χρόνια που το δουλεμπόριο ήταν μια από τις πιο απάνθρωπες πτυχές της πειρατείας (15ος-17ος αι.). Θύμα της υπήρξε και ο Θερβάντες, δούλος για πέντε χρόνια στο Aλγέρι, όπου γνώρισε και Eλληνες που είχαν την ίδια τύχη. Για τον λόγο αυτό οι «griegos» εμφανίζονται στο έργο του είτε ως σκλάβοι είτε ως αρνησίθρησκοι είτε ως κατάσκοποι. Xαρακτικό εποχής (Γεννάδειος Bιβλιοθήκη).

Εντελώς ασύνδετες με τους δύο αυτούς παράγοντες εμφανίζονται οι αναφορές του Θερβάντες στους Νεοέλληνες. Σπεύδω, πάντως, να διευκρινίσω εξαρχής ότι οι αναφορές αυτές είναι γενικά διάσπαρτες και μάλλον περιθωριακές. Οι περισσότερες προέρχονται από πραγματικές εμπειρίες που είχε ο Θερβάντες (όπως και πολλοί άλλοι Ισπανοί που έζησαν για ποικίλα χρονικά διαστήματα ως στρατιώτες ή -συνηθέστερα- ως αιχμάλωτοι σε τουρκοκρατούμενες χώρες). Στην περίπτωση του Θερβάντες οι εμπειρίες έχουν να κάνουν κατά κανόνα με Eλληνες αιχμαλώτους, με τους οποίους ο συγγραφέας μοιράστηκε την κακή τύχη της αιχμαλωσίας του στο Αλγέρι ή με Eλληνες αρνησίθρησκους, τους οποίους επίσης γνώρισε στους ίδιους αποτρόπαιους χώρους. Γι' αυτό και στα έργα του οι επώνυμοι και συχνά ανώνυμοι «griegos» εμφανίζoνται είτε ως σκλάβοι (cautivos) είτε ως αρνησίθρησκοι (renegados) είτε ως κατάσκοποι (espias), που κυκλοφορούσαν με σχετική άνεση στο σουλτανικό σεράι, τις τουρκικές και βορειοαφρικανικές γαλέρες και τα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας και του Αλγερίου. Είναι πολύ πιθανό o στρατιώτης Θερβάντες να γνώρισε και Eλληνες ομοτέχνους του κατά την πενταετή υπηρεσία του (1569-1575) στην ισπανοκρατούμενη Νεάπολη, αλλά και κατά το σύντομο πέρασμά του με την ισπανική αρμάδα (στην οποία επίσης εντάχθηκαν αρκετοί Eλληνες «stradioti» της Ιταλίας) από την Κέρκυρα και την Κεφαλονιά, από τα παράλια της δυτικής Ελλάδας και τον όρμο του Ναβαρίνου στα 1571-1572.

Ο Θερβάντες, πάντως, παρ' όλο που πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του (1575-1580) ως αιχμάλωτος των Τούρκων στο Αλγέρι, από τύχη δεν έζησε, και σε ελληνικές περιοχές. Συνεπώς, η αναπαράσταση της ζωής των χριστιανών αιχμαλώτων στη Λευκωσία (στο «El amante liberal»), την Κωνσταντινούπολη (σε διάφορα έργα, όπως π.χ. στην κωμωδία του La Gran Sultana του 1615) και στο Αλγέρι (στο El trato de Argel, που γράφτηκε στα 1585, και το Los banos de Argel, του 1615), αποτελεί σύνθεση προσωπικών βιωμάτων και ανάλογων ξένων εμπειριών. Ως συνδυασμός, επίσης, των δικών του περιπετειών με τις αντίστοιχες τού συστρατιώτη και ομοτέχνου του Jeronimo de Pasamonte, θα πρέπει μάλλον να εκτιμηθεί και η υπόθεση της ένθετης ιστορίας τού «Capitan cautivo», που παρεμβάλλει στον Δον Κιχότη. Ο τρόπος, εξάλλου, με τον οποίο ο Θερβάντες «μεταχειρίστηκε» τον Pasamonte, έπεισε αρκετούς ερευνητές να ταυτίσουν το πρόσωπο αυτό με τον ψευδώνυμο συγγραφέα (Αvellaneda) του δεύτερου -και πλαστού- μέρους του Δον Κιχότη.

Βιβλιογραφικό σημείωμα:

Jos Manuel Blecua, «Cervantes y Lepanto. Recopilacion de textos», Βαρκελώνη, Museo Maritimo, 1971.

Ottmar Hegyi, «Cervantes and the Turks: Historical Reality versus Literary Fiction in La Gran Sultana and El amante liberal», Newark, Delaware, Juan de la Cuesta, 1992.

Martin de Riquer, «Cervantes, Passamonte y Avellaneda», Βαρκελώνη, Sirmio, 1988.


Πηγή:
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: 25 Δεκεμβρίου 2005

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Ο Θερβάντες στη ναυμαχία της Nαυπάκτου (του Δημήτρη Φιλιππή)


ΔHMHTPHΣ E. ΦIΛIΠΠHΣ
Δημοσιογράφος - Καθηγητής Ισπανικών,
διδάσκων Ισπανικού Πολιτισμού στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο


«…Και κείνη την ημέρα, που στάθηκε τόσο τυχερή για τη Χριστιανοσύνη, γιατί γίνηκε αφορμή να σκορπιστεί η πλάνη πούχε όλος ο κόσμος κι όλα τα έθνη, πως οι Τούρκοι ήτανε τάχα ανίκητοι στη θάλασσα, εκείνη την ημέρα -λέω- όπου συντρίφτηκε η οθωμανική έπαρση κι αλαζονεία, ανάμεσα σε τόσους και τόσους χριστιανούς που βρέθηκαν εκειπέρα και που τους χαμογέλασε η τύχη (γιατί όσοι σκοτώθηκαν στάθηκαν πιο τυχεροί από πολλούς που έμειναν ζωντανοί και νικητές), εγώ μονάχα ήμουνα ο κακότυχος. Γιατί αντί για το χρυσό στεφάνι του νικητή που θα έπρεπε να περιμένω αν ζούσαμε στα χρόνια των Ρωμαίων, βρέθηκα εκείνη την άλλη νύχτα που ακολούθησε μια τόσο ξακουστή μέρα βρέθηκα με αλυσίδες στα πόδια και χειροπέδες…»
Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Δον Κιχώτης, τόμος Α΄, βιβλίο τέταρτο, κεφ. 39ο.

ΟI ΔYO κορυφαίες στιγμές για τη βιογραφία και την εργογραφία του Θερβάντες είναι η ηρωικά θυσιαστική συμμετοχή του ως δεκανέα στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (7-10-1571) και η πενταετής οδύσσεια αιχμαλωσία του στο Αλγέρι (1575-1580). Σύμφωνα με εμβριθή κριτική, η θεμελιώδης σημασία των γεγονότων αυτών αναδεικνύεται με γεωμετρικούς συμβολισμούς από την αρχιτεκτονική του αριστουργήματος του Δον Κιχώτη. Το ανωτέρω απόσπασμα, σχεδόν ως κεντρικό σημείο, τέμνει το 39ο κεφάλαιο. Αυτό το κεφάλαιο διαχωρίζει το τέταρτο και τελευταίο βιβλίο του πρώτου μέρους, το οποίο με τη σειρά του, διαστέλλει το σύνολο έργο. Στο τέλος του Α΄ τόμου, λοιπόν, «ξετυλίγονται» παράλληλα η αφήγηση της ναυμαχίας και οι «ιστορίες δύο αιχμαλώτων», του «περίεργου αστόχαστου Καρδένιου», φυλακισμένου στην τρέλα του (κυρίως κεφ. 33-35) και,ενδεχομένως, του Ρούι Πέρεθ ντε Βιέντμα, που είναι υπαρκτό πρόσωπο, συγκρατούμενος του συγγραφέα στο Αλγέρι (κυρίως κεφ. 39-41).

Προς δόξα του δεξιού...

Είναι γνωστό ότι ο Θερβάντες έγραψε το δεύτερο τόμο όχι μόνο επειδή αμφισβητήθηκε ως συγγραφέας, αλλά και διότι είχε πληγωθεί ως γενναίος στρατιώτης, που «τον λένε γέρο και κουλοχέρι… σάμπως το κομμένο χέρι να τόχα αποχτήσει σε καμιά ταβέρνα». (τ. Β΄, Πρόλογος). Μπρος στην κατάφωρη αδικία, ο βετεράνος ένδοξος στρατιώτης δεν είχε άλλη επιλογή. Η προκαθορισμένη μοίρα για όσους Ισπανούς ήθελαν να ζήσουν αξιοπρεπώς ήταν, κατά το τότε κοινώς λεγόμενο, «εκκλησία ή θάλασσα ή βασιλικό παλάτι» (τ. Α΄, κεφ.39, δηλαδή, έπρεπε να είναι κανείς «ή εγγράμματος ή έμπορας ή στρατιώτης»). Γι' αυτό, δηλώνει πως συνεχίζει τη μάχη ως συγγραφέας, αφού πια «κανείς δεν μπορεί να κάνει ανήμπορο το μπορετό (…για να) πάρω μέρος και πάλι σε εκείνη τη σπουδαία περιπέτεια, (…γιατί και τώρα) δεν θα ήθελα να ήμουνα γερός, χωρίς τις λαβωματιές μου, …που είναι αστέρια και δείχνουν στους άλλους τον δρόμο της τιμής και τους γεννούνε τον πόθο για δίκαια παινέματα» (τ. Β΄, Πρόλογος).

Κατά τα εξακριβωμένα ιστορικά και γραμματολογικά στοιχεία, ο Θερβάντες αν και άρρωστος με υψηλό πυρετό την ημέρα της Ναυμαχίας, δε δέχτηκε να μείνει εκτός υπηρεσίας, πολέμησε γενναία τους Τούρκους, για να δεχτεί δύο τραύματα στο στήθος και ένα στο αριστερό χέρι που «έμεινε παράλυτο προς δόξα του δεξιού». Ο δοξαστικός μύθος με την, αναμενόμενη από τον ίδιο τον Θερβάντες, μεταθανάτια παγκόσμια αναγνώριση, δεν συνιστούσαν πάντοτε, καθώς φαίνεται, επαρκή λόγο παραμυθίας. Ενδεικτικό ένα επεισόδιο όπου «ο Δον Κιχώτης στο αριστερό του χέρι είχε τυλιγμένη την κουβέρτα του κρεβατιού, που ήτανε πολύ μισητή στο Σάντσο - κι αυτός ήξερε πολύ καλά το γιατί» (τ. Α., κεφ. 35ο), ενώ παράλληλα, σε αυτή αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, ο Θερβάντες περιγράφει τη δεξιοτεχνία, την ομορφιά και την αρρενωπότητα του δεξιού χεριού του ήρωά του, δηλαδή του εαυτού του.

«Πως οι Tούρκοι ήτανε τάχα ανίκητοι...»

Με τη δονκιχωτική αποτίμηση της σημασίας της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου συμφωνούν τόσο σύγχρονοι με τα γεγονότα στοχαστές όσο και η μεταγενέστερη ιστοριογραφία. Με υποχρεωτικά αναγκαία σε όλα τα έργα την εδώ εισαγωγική παραπομπή, είναι πλέον απολύτως τεκμηριωμένο, σύμφωνα και με τον Μπροντέλ, ότι «η νίκη της 7ης Οκτωβρίου 1571 σήμανε το τέλος ενός συμπλέγματος κατωτερότητας του χριστιανικού κόσμου έναντι της στρατιωτικής δυνάμεως των Οθωμανών», αν και για την υπόδουλη Ελλάδα «η επιτυχία της Ναυπάκτου, παρά την ευφορία που προκάλεσε, έμεινε, τελικά, νίκη δίχως επαύριο». Στους λιγότερο φιλίστορες ας υπενθυμιστεί ότι στα μέσα του 16ου αιώνα, οι Τούρκοι του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και του Μπαρμαρόσα είχαν φθάσει περίπου ώς τη Βιέννη, απειλούσαν τις ισπανικές αποικίες στη Φλάνδρα και στην Αφρική και είχαν αμφισβητήσει τις κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στο Ιόνιο, ενώ το καλοκαίρι του 1571 «είχαν κατακτήσει με τον στόλο τους την Κύπρο, το ξακουσμένο νησί, που ίσαμε τότε ήτανε των Βενετσιάνων, και που το χάσιμό του στάθηκε γεγονός βαρύ κι αξιοθρήνητο για τη Δημοκρατία» (πάντα, τ. Α΄, κεφ. 39). Για να αντιμετωπίσουν τον οθωμανικό κίνδυνο, οι κυριότερες τότε ευρωπαϊκές δυνάμεις, δηλαδή η Ισπανική Αυτοκρατορία του Καρόλου του Ε΄, «η Αγιότητά του ο Πάπας Πίος ο Ε΄ ο πολυμακαρισμένος» και η Βενετία συνήψαν έναν «Ιερό Συνασπισμό» (Sacra Liga) «εναντίον του Μεγάλου Τούρκου», ο οποίος στο έργο συμβολίζεται, κατά πολλούς κριτικούς, με τους γίγαντες, τους ανεμόμυλους ή τα ασκιά που κάθε τόσο τρυπάει με το δόρυ του ο Δον Κιχώτης και στην προσπάθειά του αυτή πέφτει σε παγίδες και πιάνεται σε δόκανα.
alt
Λεπτομέρεια της τιμητικής πλάκας του ανδριάντα
Οι μεγάλες δυνάμεις του 16ου αιώνα αφού πρώτα «έδωσαν την Αρχιστρατηγία του συμμαχικού στρατεύματος στον Δον Χουάν τον Αυστριακό, τον φυσικό αδελφό του τιμημένου βασιλιά Δον Φιλίππου…και επιστράτευσαν πολλά πρόσωπα αξίας», όπως τον αρχιναύαρχο Αντρέα Ντόρια, τους Ιππότες της Μάλτας και ικανά ελληνικά πληρώματα, Kρητικών και Eπτανησίων, αλλά και Eλληνες μισθοφόρους της ισπανικής αυλής (οι λεγόμενοι stradioti των ισπανικών πηγών), απέπλευσαν έπειτα από τη Μεσσήνη προς τον Κορινθιακό, όπου ναυλοχούσε ο τουρκικός στόλος. Ακολούθησε η ιστορική αιματηρή ναυμαχία με τους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες εκατέρωθεν, ο ακρωτηριασμός του συγγραφέα, η αποθεραπεία του, η μετέπειτα συμμετοχή του και σε άλλες μάχες, όπως στο Ναυαρίνο και τέλος, η αιχμαλωσία του «Ισπανού στρατιώτη Σααβέδρα …που θα τον θυμούνται εκεί κάτω (…γιατί) δοκίμασε χίλιους τρόπους διαφυγής αλλά κανένας δεν είχε πετύχει». Περισσότερα, για τα της Ναυμαχίας, της αιχμαλωσίας του συγγραφέα και του μεγαλύτερου αδελφού του Ροντρίγο και, γενικά, πιο …πολύς Θερβάντες, στον Δον Κιχώτη που εκτός των άλλων, τελικά, είναι ένα βιβλίο που αφηγείται μια μάχη και εξιστορεί μια απόδραση.  


Επιλεκτική βιβλιογραφία

M. Malcolm Saylord, «Εl Lepanto intercalado de Don Quijote», Volver a Cervantes, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για τον Θερβάντες, Ναύπακτος, 1-8 Οκτωβρίου 2000, τ. Α.
Ι. Χασιώτης, «Η υπογραφή της Santa Liga Αntiturca και η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571)», «Ιστορία του Ελληνικού Eθνους», τ. Ι, Eκδοτική Aθηνών και του ιδίου, «Οι Eλληνες τις παραμονές της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου», Θεσσαλονίκη, 1970.
Δ. Ε. Φιλιππής, «Μιχαήλ Τσερβάντης-Σερβάντης-Κερβάντης-Κερβάντες-Θερβαντές-Θερβάντες-(Στοιχεία για τη διάδοση του θερβαντικού έργου στην Ελλάδα)», «Ο Πολίτης», τ.χ. 81, Οκτώβριος 2000.
* Τα αποσπάσματα στο κείμενο έγιναν βάσει συνδυαστικής χρήσης των μεταφράσεων του Κ. Καρθαίου, (έκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας), και του Η. Ματθαίου, (έκδ. Εξάντας).

Hμερομηνία : 25-12-05 Copyright: http://www.kathimerini.gr

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Βιογραφία για τον μεγάλο Ισπανό συγγραφέα μέσα από τις διαδρομές της πολύπαθης ζωής του


Βίοι παράλληλοι Δον Κιχώτη και Θερβάντες

της Ολγας Σελλα


«Σ’ένα χωριό της Μάντσας, που δεν θέλω να θυμηθώ τ’ όνομά του…». Μ’ αυτή τη φράση αρχίζει ένα από τα πιο «θαυμαστά και ανεπανάληπτα» μυθιστορήματα στην ιστορία της λογοτεχνίας: του «Δον Κιχώτη». Ο Αντρές Τραπιέγιο, ο άνθρωπος που υπογράφει μία ακόμα, όπως ο ίδιος παραδέχεται, βιογραφία του Θερβάντες –απ’ όπου η «Κ» προδημοσιεύει αποσπάσματα– είχε μπροστά του ένα ασαφές υλικό. Σκόρπιες πληροφορίες, ενδείξεις, φήμες, ψευδείς δηλώσεις και τίποτα συγκεκριμένο. Ετσι, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν… ρεπεράζ. Ακολουθώντας κατά γράμμα τη φράση του ίδιου του Θερβάντες: «Ο,τι μπορείς να νιώσεις, μπορείς και να το πεις».

Αρχισε, λοιπόν, να επισκέπτεται όλες τις πόλεις που, σύμφωνα με τα στοιχεία, είχε περάσει ή είχε ζήσει εκεί ο Θερβάντες. Συγκέντρωσε πληροφορίες, διάβασε πολλές από τις χιλιάδες σελίδες που έχουν γραφτεί για τη ζωή και το έργο του μεγάλου Ισπανού συγγραφέα και ξεκίνησε το δικό του ταξίδι. Προσπάθησε να προσεγγίσει τις συνθήκες και τα συναισθήματα του μεγάλου συγγραφέα, να κατανοήσει τις διαδρομές της ζωής του, κι όλα αυτά να τα αφηγηθεί γοητευτικά, με περισσότερες απόψεις και λιγότερα πραγματολογικά στοιχεία.

Ατυχή περιστατικά

Το παραδέχεται ειλικρινά στον πρόλογο της βιογραφίας με τίτλο «Θερβάντες, ο συγγραφέας πίσω από τον ήρωα»: «Η ζωή του Θερβάντες εξακολουθεί να περιβάλλεται από μυστήριο. Δεν ξέρουμε πολλά για όσα τράβηξε, ενώ αγνοούμε παντελώς ό,τι αφορά την ιδιωτική του ζωή ή τον χαρακτήρα του. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, περισσότερα στοιχεία για την ιδιωτική ζωή του δον Κιχώτη παρά για τη ζωή του δημιουργού του».

Σε γενικές γραμμές ο Αντρές Τραπιέγιο γνωρίζει ότι η ζωή του Θερβάντες «σημαδεύτηκε από πολυάριθμα ατυχή περιστατικά. Οσον αφορά τον χρόνο και τον χώρο, γνωρίζουμε ότι η Ισπανία εκείνης της εποχής ήταν ταυτόχρονα η Ισπανία της αυτοκρατορίας, των μεγάλων κατακτήσεων, της αγιοσύνης και του Χρυσού Αιώνα από τη μία, αλλά και της πείνας, της επαιτείας, των λοιμών, των καθημερινών δολοφονιών, της Ιεράς Εξέτασης και του θρησκευτικού σκοταδισμού, της πειρατείας, της γραφειοκρατίας και της δικαστικής διαφθοράς, των αγκυλωμένων δομών και της σκλαβιάς από την άλλη.

Ο ίδιος ο Μιγκέλ δε Θερβάντες υπέφερε αρκετά από αυτά τα δεινά αλλά, παρ’ όλα αυτά, μας κληροδότησε ήρωες που το μεγαλύτερο ανθρώπινο χάρισμά τους ήταν ότι έψαξαν και βρήκαν ικανοποίηση στις αντιξοότητες και στις δυσκολίες, βολή στη στενότητα και ελπίδα στις αόρατες δυνάμεις που κινούσαν τα νήματα της σκοτεινής ύπαρξής τους. Θα μπορούσε να έσταζε χολή, όσον αφορά και το συναίσθημα και το γράψιμό του. Παρ’ όλα αυτά, δεν δηλητηρίαζε το πρώτο και δεν έχασε την αμεσότητά του στο δεύτερο. «Απλότητα»: Ετσι ονόμασε ο ίδιος όλα αυτά».

Στα μέσα του 16ου αιώνα

Ο Θερβάντες γεννήθηκε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, στην Αλκαλά δε Ενάρες, μάλλον στις 29 Σεπτεμβρίου του 1547. «Αυτό το απλό στοιχείο, ότι δηλαδή η Αλκαλά δε Ενάρες είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκε ο Θερβάντες, χρειάστηκε αιώνες για να διαλευκανθεί. Υπήρξαν έντονες αντιπαραθέσεις, οι ειδήμονες αντάλλαξαν μαχαιρώματα στα στενά δρομάκια των επιστημονικών εντύπων τους, κάποιοι συνέλεξαν λανθασμένες αποδείξεις, κάποιοι άλλοι ξέθαψαν αρχεία, πολλοί χάθηκαν στην Αγρια Δύση. Πατρίδες του Θερβάντες θεωρήθηκαν κατά καιρούς, διαδοχικά ή ταυτόχρονα, οι πόλεις Αλκάθαρ δε Σαν Χουάν, Κονσουέγρα, Σεβίλλη, Λουθένα, Μαδριδέχος, Ερένθια, Μαδρίτη, Τολέδο κ.ά. (…) Οι παππούδες του από την πλευρά της μητέρας του υπήρξαν αγρότες στην Αργάντα, στην Αργαμασίλια, στο Μπαράχας ή σε κάποιο άλλο χωριό στα περίχωρα της Μαδρίτης. Καλοστεκούμενοι αγρότες εκείνης της εποχής, δηλαδή μάλλον φτωχοί. Ο παππούς από την πλευρά του πατέρα του, που ονομαζόταν Χουάν δε Θερβάντες, επίσης από την Κόρδοβα, σπούδασε νομικά και έφτασε να χρηματίσει κατώτερος δικαστικός υπάλληλος ενώ ανέλαβε και διάφορες διοικητικές θέσεις σε πολλές πόλεις και χωριά, ανάμεσά τους και στην Αλκαλά». Ενας παππούς μάλλον ζωηρός, που πέρασε όλη του τη ζωή σε δικαστικές διαμάχες, είτε για επαγγελματικούς είτε για προσωπικούς λόγους. Οσο για τις γυναίκες της οικογένειας (νόμιμες ή παράνομες) ή τα παιδιά (νόμιμα ή νόθα) αποτελούν περισσότερο πρόσωπα μυθιστορημάτων. Αλλά ίσως, εκείνη την εποχή, έτσι ακραία ήταν τα φαινόμενα των ανθρώπινων σχέσεων.

Πάθος για ανάγνωση

Ο Μιγκέλ ήταν το τέταρτο από τα εφτά παιδιά της οικογένειας του Ροδρίγκο δε Θερβάντες και της δόνας Λεονόρ δε Κορτίνας. Η αδελφή του Αντρέα ήταν μάλλον ζωηρή, ενώ η μικρότερη, η Λουίσα, έγινε μοναχή. «Ο Ροδρίγκο θέλησε τα παιδιά του, αγόρια και κορίτσια, πράγμα σπάνιο εκείνη την εποχή, να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν. (…) Ο ίδιος ο Θερβάντες μάς αναφέρει το πάθος του για την ανάγνωση και την ποίηση και πως ήταν κάπως βραδύγλωσσος ή “βραδύστομος”. Το πάθος του για τα πάσης φύσεως έντυπα τον οδηγούσε, μας διηγείται ο Θερβάντες, να διαβάζει τα χαρτιά που έβρισκε πεταμένα στον δρόμο». Εν τω μεταξύ, αλλάζουν τόπους κατοικίας. Στο Βαγιαδολίβ, στη Σεβίλλη, στη Μαδρίτη αργότερα, εκτός Ισπανίας για αρκετά χρόνια για ν’ αποφύγει τη φυλακή, στη Σικελία, στη Νεάπολη, τη Σαρδηνία, στη Γένοβα, πάλι στη Νεάπολη και ξανά στην Ισπανία.

Αγαπημένη πόλη

Για τη Νεάπολη μιλάει πολλές φορές εγκωμιαστικά ο Θερβάντες, πόλη απ’ όπου έχει πολύ καλές αναμνήσεις γιατί, μεταξύ άλλων, «εκεί είχε την πρώτη του ερωτική συνεύρεση από όσο γνωρίζουμε, με δεδομένες τις ασάφειες που υπάρχουν στη βιογραφία του». Βρισκόμαστε πια στο 1574.

Οσο για τη ζωή του εκεί «δεν ξέρουμε ούτε ποιοι ήταν οι φίλοι του ούτε τι είδους ζωή έκανε. (…) Ξέρουμε ότι είχε διαβάσει την “Ερωτευμένη Αρτεμη” του Χιλ Πόλο, την “Εξέταση ιδιοφυϊών” του Ουάρτε δε Σαν Χουάν, τους “Ερωτικούς διαλόγους” του Λεόνε Εμπρέο, το “Τραγουδιστάρι” του Μοντεμαγιόρ, τους “Λουζιτανούς” του Καμόες, τα ποιήματα του Γκαρθιλάσο και βέβαια τους αρχαίους Ελληνες και Λατίνους κλασικούς… Λίγα βιβλία, αλλά προσεκτικά διαβασμένα και αφομοιωμένα, βιβλία τα οποία ο ίδιος ο Θερβάντες, πολλά χρόνια αργότερα, θα τα συνέδεε με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, με όσα έγραψε εκείνος».

Ακαθόριστα πλούσιος με αδυναμία στον τζόγο

Ηταν διαδοχικά ευκατάστατος και απένταρος. Είχε αδυναμία στον τζόγο, διαχειρίστηκε με κακό τρόπο. «Ο θρύλος τον θέλει φτωχό. Είναι γεγονός ότι υπήρξε και πέθανε φτωχός. Τα χρόνια που πέρασε στη Σεβίλλη όμως ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτοχέρης –ποτέ δεν αντιλήφθηκε με ακρίβεια τη λειτουργία του χρήματος–, που θύμιζε τα συμπαθητικά μέλη της Λέσχης του Πίκγουικ, κι αυτό μας οδηγεί στη σκέψη ότι σε μια χώρα φτωχών, φουκαράδων και αθλίων, στην οποία διακινούνταν ελάχιστα χρήματα, κάποιος με τα προνόμια του Θερβάντες ήταν ένας άνθρωπος… ακαθόριστα πλούσιος». Από το 1600 ώς το 1605 θα ολοκληρώσει το μέγα βιβλίο του. «Δουλειά του μυθιστοριογράφου δεν είναι να αφηγείται μεγάλα γεγονότα, αλλά να κάνει σημαντικά τα μικρά» έλεγε ο Θερβάντες. Και ο βιογράφος του Θερβάντες παραλληλίζει: «Η ελευθερία του δον Κιχώτη είναι συνυφασμένη με την τρέλα. Ο δον Κιχώτης δεν υπήρξε πιο ελεύθερος από τον Θερβάντες, όπως έχει υποστηριχτεί. Ούτε βέβαια μπορούμε να πούμε ότι εξιδανικεύει, μέσω του ήρωά του, όλες τις αποτυχίες και τις ταπεινώσεις που υπέφερε τη ζωή του. Ο δον Κιχώτης και ο Θερβάντες ήταν το ίδιο ελεύθεροι και το ίδιο σκλάβοι των προκαταλήψεων, των απόψεων και των μονομανιών τους. (…) Ο δον Κιχώτης είναι ανθρώπινος ακόμα και εις βάρος του θρύλου του».

Την άνοιξη του 1616 ο Μιγκέλ δε Θερβάντες είναι πια πολύ γέρος και πολύ άρρωστος. Με λέξεις που θυμίζουν εκείνες του δον Κιχώτη στο νεκροκρέβατό του, ολοκληρώνει ο Θερβάντες τον πρόλογο και τη ζωή του. «Ισως έρθει καιρός που, δένοντας ξανά αυτήν τη σπασμένη κλωστή, να μπορώ να πω αυτά που δεν μπορώ τώρα και αυτά που θα ήταν πρέπον να ειπωθούν. Χαίρετε και ευχαριστώ, χαίρετε και καλή καρδιά, χαίρετε, χαρούμενοι φίλοι μου, εγώ πεθαίνω και ελπίζω να σας αντικρίσω ευτυχείς στην άλλη ζωή».

Πέθανε στις 22 Απριλίου 1616 και λίγο πριν βρήκε το κουράγιο, τη δύναμη και το χιούμορ να γράψει στον προστάτη του, κόμη του Λέμος, τους εξής στίχους:

«Με το πόδι στον αναβολέα βαλμένο
Με την προσμονή του θανάτου
Μέγα Κύριε, για σε γραμμένο».
Λίγε μέρες πριν είχε πεθάνει ο Σαίξπηρ.



Ιnfo

Το βιβλίο «Θερβάντες, ο συγγραφέας πίσω από τον ήρωα», του Αντρές Τραπιέγιο, μετ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.



Πηγή:
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 29-06-08

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Δον Κιχώτης στα Ρωσικά (Τόμος Α', κεφάλαιο 1ο)



ГЛАВА I,


     повествующая о  нраве  и  образе  жизни  славного  идальго  Дон  Кихота
Ламанчского

     В некоем селе Ламанчском,  {1}  которого  название  у  меня  нет  охоты
припоминать, не так  давно  жил-был  один  из  тех  идальго,  чье  имущество
заключается в фамильном копье, древнем щите, тощей кляче  и  борзой  собаке.
Олья {2} чаще с  говядиной,  нежели  с  бараниной,  винегрет,  почти  всегда
заменявший ему ужин, яичница с салом  по  субботам,  чечевица  по  пятницам,
голубь, в виде добавочного блюда, по воскресеньям, - все это  поглощало  три
четверти его доходов. Остальное тратилось  на  тонкого  сукна  полукафтанье,
бархатные штаны и такие же туфли, что составляло праздничный его наряд, а  в
будни он щеголял в камзоле из дешевого, но весьма добротного сукна. При  нем
находились  ключница,  коей  перевалило  за  сорок,  племянница,   коей   не
исполнилось и двадцати, и слуга для домашних дел и полевых работ, умевший  и
лошадь седлать, и с садовыми ножницами обращаться.  Возраст  нашего  идальго
приближался к пятидесяти годам; был он  крепкого  сложения,  телом  сухопар,
лицом  худощав,  любитель  вставать  спозаранку  и  заядлый  охотник.   Иные
утверждают, что он носил фамилию Кихада {3}, иные -  Кесада.  В  сем  случае
авторы, писавшие о нем, расходятся;  однако  ж  у  нас  есть  все  основания
полагать, что фамилия его была Кехана. Впрочем, для нашего рассказа  это  не
имеет существенного значения; важно, чтобы, повествуя о нем, мы ни на шаг не
отступали от истины.
     Надобно знать, что вышеупомянутый идальго в  часы  досуга,  -  а  досуг
длился у него чуть ли не весь год, - отдавался чтению  рыцарских  романов  с
таким жаром и увлечением, что почти совсем забросил не только охоту, но даже
свое хозяйство; и так далеко зашли его любознательность и его помешательство
на этих книгах,  что,  дабы  приобрести  их,  он  продал  несколько  десятин
пахотной земли и таким образом собрал у себя все романы,  какие  только  ему
удалось достать; больше же всего любил он сочинения знаменитого Фельсьяно де
Сильва {4}, ибо блестящий его слог и замысловатость его  выражений  казались
ему верхом совершенства, особливо  в  любовных  посланиях  и  в  вызовах  на
поединок,  где  нередко   можно   было   прочитать:   "Благоразумие   вашего
неблагоразумия по отношению к моим разумным доводам до  того  помрачает  мой
разум, что я почитаю вполне разумным принести жалобу на  ваше  великолепие".
Или, например, такое: "...всемогущие небеса, при  помощи  звезд  божественно
возвышающие вашу божественность, соделывают вас  достойною  тех  достоинств,
коих удостоилось ваше величие".
     Над подобными оборотами речи бедный кавальеро {5} ломал себе  голову  и
не спал ночей,  силясь  понять  их  и  добраться  до  их  смысла,  хотя  сам
Аристотель, если б он нарочно для этого воскрес, не  распутал  бы  их  и  не
понял. Не лучше обстояло дело и с теми ударами, которые  наносил  и  получал
дон Бельянис, ибо ему казалось, что, какое бы великое искусство ни  выказали
пользовавшие рыцаря врачи, лицо его и все тело должны были быть в  рубцах  и
отметинах. Все же он одобрял автора за  то,  что  тот  закончил  свою  книгу
обещанием продолжить длиннейшую эту историю, и у него самого не раз являлось
желание взяться за перо и дописать за автора конец; и так бы он, вне всякого
сомнения, и поступил и  отлично  справился  бы  с  этим,  когда  бы  его  не
отвлекали иные, более важные и всечасные помыслы.  Не  раз  приходилось  ему
спорить с местным священником, - человеком образованным,  получившим  ученую
степень в Сигуэнсе {6}, - о том, какой рыцарь  лучше:  Пальмерин  Английский
{7} или же Амадис Галльский {8}. Однако маэсе Николас, цирюльник из того  же
села, утверждал, что им обоим далеко до Рыцаря Феба и что если кто и может с
ним сравниться, так это дон Галаор, брат  Амадиса  Галльского  ибо  он  всем
взял; он не ломака и не такой  плакса,  как  его  брат,  в  молодечестве  же
нисколько ему не уступит.
     Одним словом, идальго наш с головой ушел  в  чтение,  и  сидел  он  над
книгами с утра до ночи и с ночи до утра; и вот оттого, что он  мало  спал  и
много читал, мозг у него стал иссыхать, так что в конце концов  он  и  вовсе
потерял рассудок. Воображение его было поглощено всем тем, о чем он читал  в
книгах: чародейством, распрями, битвами, вызовами  на  поединок,  ранениями,
объяснениями в любви, любовными похождениями,  сердечными  муками  и  разной
невероятной чепухой, и до того прочно засела у него в  голове  мысль,  будто
все это нагромождение вздорных небылиц - истинная правда,  что  для  него  в
целом мире не было уже ничего более достоверного. Он говорил,  что  Сид  Руй
Диас {9} очень хороший рыцарь, но что он ни в  какое  сравнение  не  идет  с
Рыцарем Пламенного Меча {10},  который  одним  ударом  рассек  пополам  двух
свирепых и чудовищных  великанов.  Он  отдавал  предпочтение  Бернардо  дель
Карпьо {11} оттого, что тот, прибегнув к хитрости Геркулеса,  задушившего  в
своих  объятиях  сына  Земли  -  Антея,  умертвил  в  Ронсевальском   ущелье
очарованного Роланда {12}. С большой похвалой отзывался он о  Моргате  {13},
который хотя и происходил из надменного и дерзкого рода великанов, однако ж,
единственный из всех, отличался любезностью и отменною учтивостью. Но  никем
он так не восхищался, как Ринальдом Монтальванским {14}, особливо когда тот,
выехав из замка, грабил  всех,  кто  только  попадался  ему  на  пути,  или,
очутившись за морем, похищал истукан Магомета - весь как  есть  золотой,  по
уверению автора. А за то, чтобы отколотить  изменника  Ганнелона  {15},  наш
идальго отдал бы свою ключницу да еще и племянницу в придачу.
     И вот, когда он уже окончательно свихнулся, в голову ему  пришла  такая
странная мысль, какая еще не приходила ни одному безумцу на свете, а именно:
он почел благоразумным и даже необходимым как для собственной славы,  так  и
для пользы отечества сделаться странствующим рыцарем, сесть  на  коня  и,  с
оружием в руках отправившись на поиски приключений,  начать  заниматься  тем
же, чем, как это ему  было  известно  из  книг,  все  странствующие  рыцари,
скитаясь по свету, обыкновенно занимались, то есть искоренять  всякого  рода
неправду и в борении со всевозможными случайностями  и  опасностями  стяжать
себе бессмертное имя и почет. Бедняга уже  представлял  себя  увенчанным  за
свои подвиги,  по  малой  мере,  короной  Трапезундского  царства;  и,  весь
отдавшись во власть столь отрадных мечтаний,  доставлявших  ему  наслаждение
неизъяснимое, поспешил он достигнуть цели  своих  стремлений.  Первым  делом
принялся он за чистку принадлежавших его предкам доспехов, некогда сваленных
как попало в угол и покрывшихся ржавчиной и плесенью. Когда же он с  крайним
тщанием вычистил их и привел в исправность, то заметил, что недостает  одной
весьма  важной  вещи,  а  именно:  вместо  шлема  с  забралом  он  обнаружил
обыкновенный шишак; но тут ему  пришла  на  выручку  его  изобретательность:
смастерив из картона полушлем, он прикрепил его к шишаку, и получилось нечто
вроде закрытого шлема. Не  скроем,  однако  ж,  что  когда  он,  намереваясь
испытать его прочность и устойчивость, выхватил меч и нанес  два  удара,  то
первым же ударом в одно мгновение уничтожил труд целой недели; легкость асе,
с какою забрало разлетелось на куски, особого удовольствия ему не доставила,
и, чтобы предотвратить подобную опасность, он сделал  его  заново,  подложив
внутрь железные пластинки, так  что  в  конце  концов  остался  доволен  его
прочностью и, найдя  дальнейшие  испытания  излишними,  признал  его  вполне
годным к употреблению и решил, что это настоящий шлем с забралом удивительно
тонкой работы.
     Затем он осмотрел свою клячу и, хотя она хромала на все четыре  ноги  и
недостатков у нее было больше, чем у лошади  Гонеллы  {16},  которая  tantum
pellis  et  ossa  fuit  {17},  нашел,  что  ни   Буцефал   {1}8   Александра
Македонского, ни Бабьека Сида не могли бы с  нею  тягаться.  Несколько  дней
раздумывал он, как ее назвать, ибо, говорил он себе, коню столь  доблестного
рыцаря, да еще такому доброму коню, нельзя не дать какого-нибудь  достойного
имени. Наш идальго твердо держался того мнения, что если произошла  перемена
в положении хозяина, то и конь  должен  переменить  имя  и  получить  новое,
славное и громкое, соответствующее новому сану и новому поприщу хозяина; вот
он и старался найти такое, которое само показывало бы, что представлял собой
этот конь до того, как стал конем странствующего  рыцаря,  и  что  он  собой
представляет теперь; итак, он долго придумывал разные имена, роясь в  памяти
и напрягая воображение, - отвергал, отметал, переделывал,  пускал  насмарку,
сызнова принимался составлять, - и в конце концов остановился на  Росинанте,
{19} имени, по его мнению, благородном и  звучном,  поясняющем,  что  прежде
конь этот был обыкновенной клячей, ныне же, опередив  всех  остальных,  стал
первой клячей в мире.
     Столь  удачно,  как  ему  казалось,  назвав  своего  коня,  решился  он
подыскать имя и для себя самого и, потратив  на  это  еще  неделю,  назвался
наконец Дон Кихотом, - отсюда, повторяем, и сделали вывод  авторы  правдивой
этой истории, что настоящая его фамилия, вне всякого сомнения, была  Кихада,
а вовсе не Кесада, как уверяли иные.  Вспомнив,  однако  ж,  что  доблестный
Амадис не пожелал именоваться просто Амадисом, но присовокупил к этому имени
название своего королевства и отечества, дабы тем прославить его, и назвался
Амадисом Галльским, решил он, что и  ему,  как  истинному  рыцарю,  надлежит
присовокупить к своему имени название  своей  родины  и  стать  Дон  Кихотом
Ламанчским, чем, по его мнению, он сразу даст понять, из какого он рода и из
какого края, и при этом окажет честь своей отчизне.
     Вычистив же доспехи, сделав из шишака настоящий шлем,  выбрав  имя  для
своей лошаденки и окрестив самого себя, он  пришел  к  заключению,  что  ему
остается лишь найти даму, в которую он мог бы влюбиться,  ибо  странствующий
рыцарь без любви - это все равно что дерево без плодов и листьев или же тело
без души.
     - Если в наказание за мои грехи или же на мое  счастье,  -  говорил  он
себе,  -  встретится  мне  где-нибудь  один  из  тех  великанов,   с   коими
странствующие рыцари встречаются нередко, и я  сокрушу  его  при  первой  же
стычке, или разрублю пополам, или, наконец, одолев, заставлю просить пощады,
то разве плохо иметь на сей случай даму, которой я мог бы послать его в дар,
с тем чтобы он, войдя, пал пред моею кроткою госпожою на колени и покорно  и
смиренно молвил: "Сеньора!  Я  -  великан  Каракульямбр,  правитель  острова
Малиндрнии,  побежденный  на  поединке  неоцененным  рыцарем   Дон   Кихотом
Ламанчским, который и велел мне явиться к вашей милости, дабы  ваше  величие
располагало мной по своему благоусмотрению"?
     О, как ликовал наш добрый рыцарь,  произнося  эти  слова,  особливо  же
когда он нашел, кого назвать своею дамой! Должно заметить, что, сколько  нам
известно, в ближайшем селении жила весьма миловидная деревенская девушка,  в
которую он одно время был влюблен, хотя она, само собою разумеется, об  этом
не подозревала и не обращала на него никакого внимания. Звали  ее  Альдонсою
Лоренсо, и вот она-то  и  показалась  ему  достойною  титула  владычицы  его
помыслов; и, выбирая для нее имя, которое не слишком резко отличалось бы  от
ее собственного и в то  же  время  напоминало  и  приближалось  бы  к  имени
какой-нибудь принцессы или знатной сеньоры, положил он назвать ее Дульсинеей
{20} Тобосскою - ибо родом она была  из  Тобоссо  {21},  -  именем,  по  его
мнению, приятным для слуха, изысканным и глубокомысленным, как и  все  ранее
придуманные им имена.